- Δαμασκίου
- Δαμάσκιοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δώρος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γενάρχης και επώνυμος ήρωας των Δωριέων. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Έλληνα και της νύμφης Ορσηίδας. Καταγόταν από τη Φθία της Θεσσαλίας και από εκεί έφτασε στην Iστιαιώτιδα και στη Δρυοπίδα, την οποία μετονόμασε… … Dictionary of Greek
Ερμείας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός (4oς αι. π.Χ.). Καταγόταν από την Ερμούπολη της Αιγύπτου. Έγραψε τα Πάτρια της Ερμουπόλεως. 2. Ο Μηθυμναίος (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός που έγραψε τα Σικελικά. 3. Ο Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.). Νεοπλατωνικός… … Dictionary of Greek
Ηλιόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης (2ος αι. π.Χ.). Συνεργάστηκε στη διακόσμηση της Οκταβίας Στοάς και φιλοτέχνησε σύμπλεγμα του Πάνα και του Ολύμπου. 2. Ο Περιηγητής (2oς αι. π.Χ.). Έγραψε για την Ακρόπολη της Αθήνας και τα αναθήματά της. 3.… … Dictionary of Greek
Σιμπλίκιος — I Πάπας της Ρώμης (468 483). Διαδέχτηκε τον άγιο Ιλάριο. Η παπωσύνη του συνέπεσε με την κατάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από τον Οδόακρο το βασιλιά των Ερούλων (476). Ικανότατος όπως ήταν, κατόρθωσε να περιφρουρήσει την Εκκλησία και να… … Dictionary of Greek